Έως το τέλος του χρόνου αναμένεται ναπληρωθούν 215.000 παλαιοί συνταξιούχοι(προ 2016) των οποίων ο επανυπολογισμός των συντάξεών τους, δεν έχει ολοκληρωθεί. Πρόκειται για σύνθετες περιπτώσεις, με λάθη ή ελλιπή στοιχεία στο σύστημα. Από αυτούς υπολογίζεται πως μόνο οι 40.000-50.000 τελικά θα πληρωθούν αναδρομικά με μικρές αυξήσεις, καθώς πληρούν τις προϋποθέσεις(άνω των 30 ετών ασφάλισης).
2. Τη «σκυτάλη» θα πάρουν οι συνταξιούχοι που εργάζονται και δικαιούνται αναδρομικάαπό τη μείωση του πέναλτι κατά 30%. Οι εν λόγω συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα, υφίστανται ακόμα την περικοπή του 60% που προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου. Αντίθετα, ο νέος νόμος 4670/2020 που μειώνει το πέναλτι στο 30% εφαρμόζεται προς το παρόν μόνο στο Δημόσιο, με αποτέλεσμα να χορηγούνται αυξημένες συντάξεις στους απασχολούμενους συνταξιούχους. Και στις δύο κατηγορίες δεν έχει καν ξεκινήσει ο επανυπολογισμός για τη χορήγηση των αναδρομικών.
3. Από το 2016, εκκρεμούν τα αναδρομικά που δικαιούνται περίπου 120.000 παράλληλα ασφαλισμένοι. Πρόκειται για γιατρούς, δικηγόρους και μηχανικούς που λαμβάνουν σύνταξη και από το Δημόσιο αλλά και από τα πρώην ταμεία τους ως αυτοαπασχολούμενοι.
Οι εν λόγω συνταξιούχοι δεν έχουν λάβει:
α) τα αναδρομικά του «νόμου Βρούτση» εφόσον εργάσθηκαν πάνω από 30 χρόνια,
β) την προσαύξηση στη σύνταξή τους.
4. Εκκρεμότητες υπάρχουν και στις συντάξεις λόγω χηρείας.
Από τη μια πλευρά δεν έχουν εφαρμοστεί οι θετικές διατάξεις που προβλέπουν αυξήσεις και από την άλλη καθυστερεί και η εφαρμογή των παρακρατήσεων σε δόσεις για τους συνταξιούχους που εργάζονται ή λαμβάνουν δική τους σύνταξη.
Συγκεκριμένα ένα μέρος των δικαιούχων χηρείας δεν έχει λάβει ακόμη την αύξηση από το 50% στο 70%, ενώ εκκρεμεί και η αύξηση του «νόμου Βρούτση».5.Σημαντικές εξελίξεις αναμένονται σε δικαστικό επίπεδο. Η πρώτη δικαστική απόφαση θα προέλθει από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αφορά περικοπές που έγιναν από το 2012 (ν. 4093/2012) και μετά, τόσο σε κύριες και επικουρικές συντάξεις όσο και σε Δώρα συνταξιούχων του δημόσιου τομέα. Υπολογίζεται ότι από την απόφαση που θα ληφθεί θα επηρεαστούν το λιγότερο 300.000 συνταξιούχοι.
Τα ζητήματα που έχουν τεθεί και μένει να κριθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο είναι τα ακόλουθα:
α) Η συνταγματικότητα ή μη της κατάργησης των επιδομάτων και των Δώρων.
β) Η συνταγματικότητα ή μη της συνέχισης των περικοπών του νόμου 4093/2012 μετά τη δημοσίευση του νόμου 4387/2016, γνωστού και ως νόμου Κατρούγκαλου. Με δεδομένο ότι η εν λόγω νομοθετική παρέμβαση ξεκίνησε επίσημα από την 1η Ιανουαρίου 2019, υπάρχει το ερώτημα αν πρέπει να δοθούν αναδρομικά στους συνταξιούχους για μία τριετία (2015-2018) ή μόνο για τους 11 μήνες (Ιούνιος 2015 – Μάιος 2016) που έκρινε το ΣτΕ.
γ) Εάν οι αγωγές που έχουν ασκηθεί για τα ανωτέρω ζητήματα δημιουργούν την ανάγκη αποζημίωσης για μία διετία ή για μία πενταετία. Ουσιαστικά, το Ελεγκτικό Συνέδριο πρέπει να κρίνει από πότε ενεργοποιείται η διαδικασία της παραγραφής.
δ) Εάν οι συνταξιούχοι που άσκησαν αγωγές μετά τη δημοσίευση του τελευταίου νόμου (4734/2020, άρθρο 33), με τον οποίο δόθηκαν αναδρομικά μόνο για περικοπές στην κύρια σύνταξη, είχαν το δικαίωμα να το πράξουν ή όχι. Ο νόμος κάνει λόγο για απόσβεση της συγκεκριμένης αξίωσης και το Ελεγκτικό Συνέδριο καλείται να απαντήσει αν αυτή η νομοθετική ρύθμιση αντίκειται στο Σύνταγμα ή όχι.
6. Η δεύτερη δικαστική απόφαση θα προέλθει από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Αφορά τα Δώρα και τα επιδόματα, αλλά και τις περικοπές στις επικουρικές συντάξεις που έγιναν στον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για μια δίκη που διεξήχθη τον περασμένο Ιανουάριο, αλλά ακόμα δεν έχει δημοσιοποιηθεί η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Θα κριθεί εάν πρέπει να δοθούναναδρομικά ποσά για το 11μηνο Ιουνίου 2015 – Μαΐου 2016, πέραν της κύριας σύνταξης, όπως έγινε πριν από ένα έτος και για επικουρική σύνταξη, Δώρα και επιδόματα. Το γεγονός ότι ήδη δικαιώθηκαν οι συνταξιούχοι για την ίδια «κρίσιμη» περίοδο για την κύρια σύνταξη, δημιουργεί προσδοκίεςότι κάτι ανάλογο θα συμβεί και σε επικουρική, Δώρα και επιδόματα.
7. Δύο πρώτες αποφάσεις που εκκρεμούσαν και εκδόθηκαν πριν από μερικές ημέρες περιόρισαν τις προσδοκίες των συνταξιούχων, αλλά προκάλεσαν και σημαντική δημοσιονομική δαπάνη. Η πρώτη αφορούσε τα Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αλλά και τα επιδόματα αδείας, που καταργήθηκαν για τους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα. Το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφάνθηκε επί αυτών των περικοπών ότι, ήταν συνταγματικές, κρίνοντας ότι συντελέστηκαν σε μια περίοδο όπου η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε φάση δημοσιονομικής προσαρμογής για να αποφύγει τη χρεοκοπία. Άρα, για λόγους δημοσίου συμφέροντος χάθηκαν οι διεκδικήσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου επί αυτού του θέματος.
Η δεύτερη απόφαση αφορούσε την εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων, η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, αλλά συνταγματική από την 1η Ιανουαρίου 2019 και μετά. Με δεδομένο ότι πρωτόδικα είχε κριθεί το σκέλος της αντισυνταγματικότητας τον Φεβρουάριο του 2017, προκύπτει καταβολή αναδρομικών ποσών. Αφορά τους 22 μήνες που μεσολαβούν από την πρώτη απόφαση μέχρι το τέλος του 2018, όπως αποφάνθηκε ως προς τη συνταγματικότητα το Ανώτατο Δικαστήριο. Υπολογίζεται ότι από την απόφαση αυτή προκύπτουν περίπου 100.000 δικαιούχοι, που έχουν να λάβουν αναδρομικά ποσά τα οποία προσεγγίζουν τα 500 εκατ. ευρώ.
8. Σημαντική δαπάνη για τον e-ΕΦΚΑ θα προκύψει και από την αύξηση του ρυθμού απονομής των συντάξεων. Ο στόχος για ‘έκδοση 30.000 συντάξεων ανά μήνα σε συνδυασμό με την αύξηση αιτήσεων συνταξιοδότησης δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις για τον φορέα.
9. Η κυβέρνηση θα αποφασίσει αν θα καταβάλλει κοινωνικό μέρισμα στους χαμηλοσυνταξιούχους ανάλογα με τους ρυθμούς ανάπτυξης και τα δημοσιονομικά περιθώρια του προϋπολογισμού. Προς το παρόν έχει ανακοινωθεί μόνο ο διπλασιασμός του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος που θα καταβληθεί στα τέλη του έτους σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Πρόκειται για δαπάνη 65 εκατομμυρίων ευρώ.
10.Τέλος από το 2022 ξεκινάει και η εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού του «ατομικού κουμπαρά». Μπορεί σε πρώτη φάση ο νέος νόμος να αφορά τις νεότερες γενιές, η υποστήριξη όμως των παλαιών συνταξιούχων δημιουργεί χρηματοδοτικές ανάγκες στον φορέα που θα αγγίξουν τα 100 εκατομμύρια ευρώ.