Ήδη από το 1893 επιτεύχθηκε παραγωγή 13.000 τόνων ορυκτού λευκολίθου, η οποία πήρε άμεσα τον δρόμο για τις ανάγκες της Ευρώπης και της Αμερικής –δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τα μεταλλεία του Μαντουδίου τροφοδότησαν και τις σχετικές ανάγκες των Συμμάχων, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά από μακρά κερδοφορία, ωστόσο, η βιομηχανία που έδρευε εκεί, όντας επί σειρά ετών η μεγαλύτερη του ιδιωτικού τομέα της χώρας μας, κατέστη προβληματική (1984). Κάποιες προσπάθειες ανάκαμψης απέτυχαν, λόγω (κυρίως) της αδυναμίας εντοπισμού νέων κοιτασμάτων, με αποτέλεσμα να μπει οριστικό λουκέτο το2001.
Παρότι η εξορυκτική δραστηριότητα θα επανεκκινούσε αργότερα σε πιο περιορισμένη κλίμακα, τα εξαντλημένα παλιά μεταλλεία εγκαταλείφθηκαν, αφήνοντας πίσω μια ορεινή έκταση (περίπου) 10.000 στρεμμάτων, που έμοιαζε πια με τοπίο στο Φεγγάρι, γεμάτο με «κρατήρες». Εκεί λοιπόν, με τον καιρό, επέστρεψε η βλάστηση, ενώ διαμορφώθηκαν και έλη, όπως και 14 λίμνες διαφόρων μεγεθών, οι οποίες άρχισαν στη συνέχεια να προσελκύουν πλούσια παρυδάτιδα πανίδα. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε –με εντελώς φυσικές διεργασίες– ένα καινούριο οικοσύστημα, το οποίο άλλαξε άρδην και τη φυσιογνωμία του γύρω ορεινού τοπίου: χαρακτηριστικά, αρκετοί από όσους έχουν ανακαλύψει την τοποθεσία, λένε ότι θυμίζει κάτι από Άλπεις (τηρουμένων όλων των αναλογιών, ασφαλώς). Πλέον τονίζει το travel.gr, επικρατούν πικροδάφνες, άγρια καλάμια, πεύκα και πλατάνια, ενώ στα νερά (ή γύρω από αυτά) ζουν πολλά είδη πουλιών, χελώνες και διάφορα ψάρια. Οι περισσότερες από τις λίμνες φτάνουν σε βάθος 70 με 80 μέτρων, κάτι διόλου τυχαίο, αφού εκεί σταματούσε συνήθως η μεταλλοφορία και εμφανιζόταν υδροφόρος ορίζοντας, οπότε η εξόρυξη αναγκαστικά σταματούσε.