Σαν σήμερα ήταν το 2007 που πέντε νέοι άνθρωποι τα έβαλαν με τις φλόγες και δυστυχώς δεν κατάφεραν να νικήσουν.
Ήταν 26 Αυγούστου 2007 όταν η μεγάλη φωτιά που ξέσπασε στο Μίστρο Εύβοιας είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πέντε παλικάρια που ρίχτηκαν στη μάχη με τις φλόγες χωρίς δέυτερη σκέψη για να σώσουν τον τόπο τους.
Ο Μπάμπης Τσώκος θυμάται:
«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα όμορφο χωριό στην Εύβοια, στην κεντρική Εύβοια, περιτριγυρισμένο από βουνά. Βουνά που εμπόδιζαν τον «πολιτισμό» να εισβάλει στο χωριό. Τα βουνά εμποδίζουν τους εισβολείς, γίνονται και φυσικά φρούρια, φυσικά σύνορα και απομονώνουν περιοχές. Αυτό το χωριό, απομονωμένο στην ομορφιά του και στον κόσμο του, είχε μόνιμους κατοίκους …παιδιά που σπίτι τους θεωρούσαν τα βουνά που τους περιτριγύριζαν. Παιδιά που θεωρούσαν υποχρέωση να διατηρήσουν τα δάση. Βέβαια, από αυτά ζούσαν, ούτε κουβέντα. Γιατί: Είτε ήταν κτηνοτρόφοι, είτε ήταν βοσκοί ή και τα δυο μαζί.
Αύγουστος του 2007. Μίστρος Εύβοιας. Ολεθρος, καταστροφή. Τραγωδία. Τα παιδιά του Μίστρου είναι το θέμα μου. Τον Αύγουστο του 2007 κάηκε ο Μίστρος. Ομως, πολλές φορές πριν προσπάθησαν να τον κάψουν και δεν τα κατάφεραν. Γιατί οι «απολίτιστοι» μόνιμοι κάτοικοι, και κυρίως οι νέοι, έκαναν ομάδες κομάντος, ομάδες αυτοκτονίας, με αλυσοπρίονα, με τσεκούρια, τσαπιά και φτυάρια και κατάφερναν να τις σβήσουν. Το χωριό μας δε θα το κάψετε – Δε θα σας περάσει ελεεινοί.
Το ‘καψαν όμως. Το ‘καψαν που να καούν. Ερχόμαστε στην Κυριακή 26-8-07. Είναι 3.30 μ.μ. στο χωριό. Οι νέοι ήταν μαζεμένοι στα βόρεια του Μίστρου, να σταματήσουν τη φωτιά που ανέβαινε από το χωριό Σέττα. Γυρίζουν το κεφάλι τους και στα νότια του χωριού, στο βουνό Ολυμπος, και σε 1.000 μέτρα υψόμετρο, στην κορυφή σχεδόν του βουνού σκάει νέα εστία πυρκαγιάς. Χωρίς σκέψη καβαλάνε τα αυτοκίνητα, μαζί με τα συμπράγκαλα, τρέχουν και ό,τι προλάβουν. Τρέχουν να σώσουν το βουνό. Το βουνό που αποδεδειγμένα θεωρούν σπίτι τους. Θεωρούν υποχρέωσή τους να προσπαθήσουν. Να ρισκάρουν, να κινδυνέψουν. Δεν είναι πρώτη φορά, μήπως είναι όμως η τελευταία; Σταματώ στη μια ομάδα, γιατί υπάρχουν μαρτυρίες επιζώντων.
Τέσσερα παιδιά μπαίνουν μπροστά από τη φωτιά. Τα παιδιά: Ο Δημήτρης, το παρατσούκλι του «Λιάτος», η ηλικία του κάτω από 30 χρόνων. Τσοπάνος και ρετσινάς. Ο Χρήστος (ο γιος του Αλλάργα) κάτω από 30 χρόνων. Τσοπάνος και μόνιμος κάτοικος του χωριού. Ο Βασίλης ο γιος του Παναγιώτη. Περίπου 30 ετών, παντρεμένος με δύο παιδιά. Δουλεύει στο εργοστάσιο, μένει στο Μίστρο. Και ο Δημήτρης, ο γιος της Μπέμπας. Εμπορος του χωριού, ιδιοκτήτης λεωφορείου και οδηγός. Αυτό σημαίνει δυσκίνητος. Και άμαθος από βουνό. Οι άλλοι 3 είναι «κατσίκια», αγριοκάτσικα. Μπροστά από τη φωτιά, με τα αλυσοπρίονα κόβουν τα δέντρα για να σταματήσουν τη λαίλαπα. Ξαφνικά σκοτείνιασε το τοπίο, θόλωσαν τα πάντα, τους πλησίασε η φωτιά με τρελή ταχύτητα. Κοιτάχτηκαν και διάλεξαν το δρόμο, έπρεπε να μπει μπροστά ο Ντελώρος, που ήξερε τις λεπτομέρειες, γνώριζε και τις πέτρες, κάθε μέρα έκανε το δρομολόγιο. Λίγο πιο πάνω, στα χίλια μέτρα, ίσως και λιγότερο, ήταν μια μεγάλη λάκα. Εκεί είχαν μια υποδομή για τα γίδια τους. Είχαν ταΐστρες και ποτίστρες. Και η λάκα μεγάλη. Ο Λιάσκος έμεινε πίσω, είπαμε, δυσκίνητος, άμαθος και είχε πάει να σβήσει τη φωτιά με τις παντόφλες. Τον πρόλαβε η φωτιά και έσκουζε. Ζητούσε βοήθεια. Κοιτάχτηκαν και οι τρεις. Ο Λιάτος μίλησε πρώτος, παιδιά ο Λιάσκος δεν κουβαλιέται, εγώ φεύγω, γιατί θα καούμε. Φεύγω, είπε, και έφυγε… Πήγε στη λάκα, τρύπωσε σε μια γούρνα με νερό. Πέρασε η φωτιά από πάνω του και σώθηκε, περίμενε να κατακάτσει το κακό. Ηρθε σε κάνα – δυο ώρες ο Μπουλούλας με ένα «Ντάτσουν», τον βρήκε και έφυγαν. Τι έγιναν οι άλλοι τρεις; Ο Λιάσκος άρπαξε φωτιά και σε λίγο και ο Χρήστος ο Ντελώρος. Ο Βασίλης (το παρατσούκλι του «Παναντώνης») άρπαξε τον Χρήστο στον ώμο να τον σώσει. Ο Λιάσκος είχε αρχίσει και έλιωνε και εκτίμησε ότι δεν έχει ελπίδα, όπως και έγινε. Πήρε λοιπόν τον Χρήστο που ήταν και πιο αδύνατος, αλλά και ακόμη ζωντανός.
Ο καμένος πόναγε και τον παρακάλεσε να τον αφήσει κάτω και να πάει να φέρει βοήθεια. Αφησέ με, ούρλιαζε. Τον άφησε και έκανε τον κατήφορο κόντρα στη φωτιά. Οταν λέμε φωτιά, 100 μέτρα ύψος οι φλόγες, έκαιγαν πεύκα και έλατα εκατοντάδων ετών. Το συγκεκριμένο δάσος δεν είχε ξανακαεί. Πίσω από τη φωτιά υπήρχαν καμιά πενηνταριά κάτοικοι που έψαχναν απεγνωσμένοι να δουν τι απέγιναν τα χαμένα παιδιά. Χαμένοι, ζαλισμένοι, περίμεναν, μεταξύ των άλλων και ο Θανάσης. Εψαχναν να βρουν τα παιδιά. Ξαφνικά, μέσα από τις φλόγες, περιγράφει: «Βλέπω έναν καμένο να ‘ρχεται». Οι σάρκες του είχαν αρχίσει να σκάνε από τη φωτιά, ήταν ο Βασίλης. Τους είπε: Αφησα τον Χρήστο πιο πάνω. Πηγαίνετε να τον πάρετε. Και έπεσε σχεδόν αναίσθητος.
Η ομάδα των τεσσάρων είχε σε πρώτη φάση τον Δημήτρη νεκρό, τον Χρήστο βαριά τραυματισμένο, έως 70% εγκαύματα, και τον Βασίλη με εγκαύματα έως 30%. Αλλα θύματα, 3 παιδιά νεκρά βρέθηκαν: Ο Γιάννης ο γιος του Χρυσόστομου, βρέθηκε αγκαλιά με τον Μήτσο τον γιο του Νίκου, που μένει στο Θεολόγο. Τα δυο παιδιά, μεγαλωμένα μαζί στην ίδια γειτονιά, φίλοι και εποχιακοί δασοπυροσβέστες, τα έζωσε η φωτιά σε μια χαράδρα και τα καρβούνιασε. Λίγο πιο κάτω βρέθηκε και ο Νικολάκης. Δευτέρα 27-08-2007 το χωριό κήδεψε τέσσερα παλικάρια.
Θρήνος, οδυρμός, τραγωδία απερίγραπτη. Μάνες χαροκαμένες. Ράγισαν και οι πέτρες. Χιλιάδες κόσμου, όλοι κλαμένοι. Μαύρες ψυχές, πόνος ατελείωτος. Και οι φωτιές να καίνε στα βουνά. Τα αεροπλάνα να ρίχνουν νερό στη φωτιά, τα μαύρα σύννεφα του καπνού να μαυρίζουν το τοπίο. Πένθος παντού, θάνατος παντού. Θάνατος, θάνατος… Γιατί, ατελείωτα ερωτήματα, γιατί, γιατί…
Στο Νοσοκομείο «Γ. Γεννηματάς» στην Αθήνα μεταφέρθηκαν οι δύο τραυματισμένοι καμένοι, ο Χρήστος με τον Βασίλη. Οι γιατροί στον Χρήστο έλεγαν ότι παλεύουμε με το θάνατο. Πήγα και βρήκα τον Χρήστο, απέξω, , ψύχραιμος φαινόταν, αλλά έδινε την εντύπωση ότι δεν έχει συνειδητοποιήσει την κατάσταση.
Κυριακή 2/9/07, έσβησε ο Χρήστος. Η κηδεία έγινε στις 18.30 στο Μίστρο. Πάει και το πέμπτο το παιδί. Πέντε παιδιά από 19 έως 33 χρόνων. Ερχόμαστε στον Βασίλη, 31 ετών, εργάτης σε εργοστάσιο. Με δυο μωρά και η γυναίκα του άνεργη ή καλύτερα υποαπασχολούμενη. Λίγα κατσίκια, λίγες ελιές, λίγες κότες και άντε να τα βγάλεις πέρα. Σήμερα, 22/9/2007, ο Βασίλης ετών 31, καμένος και ανίκανος να εργαστεί. Τη δουλειά που έκανε σαν εργάτης δε θα μπορέσει να την ξανακάνει. Οι γονείς του μεροκαματιάρηδες και πονεμένοι. Είναι τυχεροί που επέζησε το παιδί τους και παλεύουν.
Ο Βασίλης ως πότε θα αντέξει, ή καλύτερα, τι θα γίνει; Ξεχασμένος απ’ όλους. Αξίζει να αναφέρω ότι στην κηδεία των παιδιών, μες στο χαλασμό μοίρασαν βραβεία στους πεθαμένους, τους άκουσε κόσμος πολύς. Θάψανε τα παλικάρια κι έφυγαν. Τον Βασίλη, όμως, τον τυχερό – άτυχο, όλοι τον ξεχάσανε. Θα πει κανείς, και τι να το κάνει το βραβείο; Τρώγεται; Οχι, τα παιδιά τους ποιος θα τα μεγαλώσει; Μια ζωή ανάπηρος. Οι γιατροί έλεγαν ότι ξεκόλλαγαν από τις πλάτες του σάρκες καμένες και λιωμένες άλλου ανθρώπου. Αυτό το παιδί, με αυτή την αυτοθυσία, πρέπει να αφεθεί στη μοίρα του;»
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις για την Εύβοια
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις για την Ελλάδα και τον Κόσμο στο evima.gr