Ανατριχίλα προκαλούν οι καταθέσεις των μαρτύρων στη δίκη για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι που συνεχίστηκε σήμερα Πέμπτη στο δικαστήριο.
Σήμερα κατέθεσε ένα ζευγάρι, που έχασε και τα δύο δίδυμα κοριτσάκια του, τα οποία βρέθηκαν σφιγκαλιασμένα με τη γιαγιά και τον παππού τους, όλοι απανθρακωμένοι στο οικόπεδο της οικογένειας Φράγκου!
Η μητέρα των παιδιών Γεωργία Ξυραφάκη, περιέγραψε στο δικαστήριο τον Γολγοθά που έζησαν με τον σύζυγό της, ψάχνοντας επί ημέρες τα παιδιά και τα πεθερικά της, ενώ συγκλόνισε όταν είπε ότι, ανακάλυψαν μέσα στα απανθρακωμένα πτώματα τις δίδυμες από τα μασελάκια που τους είχαν φτιάξει.
Η μάρτυρας είπε ότι, έχασαν επαφή με τα πεθερικά της γύρω στις 7 το απόγευμα:
«Στις επτά παρά το απόγευμα μίλησα με την κουνιάδα μου. Μου είπε ότι μίλησε με τη μητέρα της και είναι στον δρόμο. Πήρα τηλέφωνο τον σύζυγό μου να τον ρωτήσω πού βρισκόταν και του είπα πως οι γονείς σου και τα παιδιά μας έχουν ξεκινήσει για Νέα Μάκρη. Μου λέει εντάξει έρχομαι κι εγώ σπίτι. Ξεκίνησα να παίρνω τηλέφωνο την πεθερά και τον πεθερό μου αλλά δεν μπορούσα να τους πιάσω. Εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ήθελα να δω τι συνέβαινε. Με πήρε ξανά τηλέφωνο ο σύζυγός μου. Μιλήσαμε και πάλι με την αδελφή του. Είχε επικοινωνία με τη μητέρα της, ήταν στη λεωφόρο Μαραθώνος στη στάση Ραφήνας και της είπε ότι είχαν φωτιές. Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε πραγματικά. Ανοίξαμε ειδήσεις. Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά συνεχόμενα. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε αστυνομία, τους λέγαμε ότι τα παιδιά και τα πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγός μου πήρε μηχανάκι και μου είπε θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω».
«Σε παρακαλώ γύρνα πίσω»
Δακρυσμένη σε όλη τη διάρκεια της κατάθεσής της η μάρτυρας Γεωργία Ξυραφάκη κατέθεσε ότι έφτασε στο σημείο να παρακαλεί τον σύζυγό της να γυρίσει πίσω, καθώς είχε ξεκινήσει να ψάχνει στη φωτιά και σκοτάδι: «Του λέω σε παρακαλώ γύρνα πίσω, αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα!».
H μάρτυρας περιέγραψε την αγωνία, που βίωναν στην προσπάθειά τους να μάθουν πού βρίσκονταν οι δικοί τους.
Είπε:
«Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο την πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Την επόμενη ημέρα πήγαμε προς Ανάβυσσο και παίρναμε τηλέφωνο πυροσβεστική. Έπειτα από πάρα πολλά τηλεφωνήματα, μας είπαν δεν έχουμε να σας πούμε κάτι, εφόσον δεν έχουμε βρει κάτι θα πρέπει να ψάξετε στους πεθαμένους, θα πρέπει να πάτε στο Γουδί να δώσετε γενετικό υλικό και ίσως βρεθεί κάτι. Πήγαμε, δώσαμε γενετικό υλικό και περιγραφή του τι φορούσαν».
Τους έπαιρναν τηλέφωνο και τους έλεγαν ότι είχαν δει ζωντανά τα κοριτσάκια
Κανέναν δεν άφησε ασυγκίνητο στο δικαστήριο το σημείο της κατάθεσης της μάρτυρα, που περιέγραψε τις τραγικές ώρες της αναζήτησης των παιδιών, που τα θεωρούσαν ζωντανά.
«Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε στο Σχιστό», είπε και συμπλήρωσε:
«Εκεί είχαν σορούς. Καθώς περιμέναμε εκεί, είδαμε στο ίντερνετ ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που έμοιαζαν πάρα πολύ με τα κορίτσια μας και μας έδωσαν ελπίδες. Ήμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς Alpha που είχαμε δει αυτό το βίντεο. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε».
Οι ελπίδες τους ανακτήθηκαν, όπως είπε η μάρτυρας, όταν από το Λιμενικό της είπαν πως σε ένα αλιευτικό είχαν έρθει πολλά παιδάκια, αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα.
Το μαρτύριό τους μεγάλωσε στη συνέχεια, είπε η μάρτυρας, γιατί τους έπαιρναν τηλέφωνο και τους έλεγαν ότι είχαν δει ζωντανά τα παιδιά!
Είπε:
«Μας έλεγαν τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε αποκλείεται, οι παππούδες θα έκαναν τα πάντα για να είναι σώα και αβλαβή».
Ταυτοποίησαν τα κοριτσάκια από τα μασελάκια τους
Ενώ συμπλήρωσε:
«Στις 27/7 ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς μάθαμε ότι ήταν τα δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα, με τα πεθερικά μου κάτω, τα παιδιά στη μέση και τον πεθερό μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε».
Η μάρτυρας δήλωσε στο δικαστήριο την πεποίθησή της ότι τα παιδιά της και τα πεθερικά της βρήκαν τραγικό θάνατο στη φωτιά, επειδή παγιδευτήκαν γιατί δεν τους επέτρεπαν επιστροφή προς Αθήνα.
«Μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν»
Στο δικαστήριο κατέθεσε σήμερα και ο σύζυγός της Γιάννης Φιλιππόπουλος, που είπε ότι έψαχναν τα παιδιά και τους γονείς του επί ημέρες, ενώ τόνισε με βαθιά οδύνη και πίκρα:
«Έχω τζακ ποτ, και γονιός και παιδί στα θύματα».
Είπε:
«Μου είπε η αδελφή μου ότι επικοινώνησε με τη μητέρα μου και την άκουγε πολύ αγχωμένη, της είπε έχουν μπλέξει με φωτιές. Ενημερώσαμε τη γυναίκα μου. Κάποια στιγμή μετά από πολύ ώρα είχαμε απελπιστεί. Παίρνω μηχανάκι, περνάω και το λιμάνι της Ραφήνας και προχωράω, έχω φτάσει και στο Κόκκινο Λιμάνι. Έκαναν προσπάθειες να με σταματήσουν αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν έβρισκα κανέναν. Εκεί στον δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ φύγετε είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα».
«Θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας ότι ζούνε»
Και συμπλήρωσε:
«Πήγαμε στο Γουδί. Έδωσαν πρώτα έμφαση σε εμένα, δυστυχώς έχω τζακ ποτ και γονιός και παιδί στα θύματα… Πάμε στο Σχιστό και όπως περιμέναμε, δυστυχώς είδαμε ένα βίντεο από ένα αλιευτικό να βγαίνουν δύο κοριτσάκια, μοιάζανε καταπληκτικά, θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας ότι ζούνε, επειδή ξέρω ότι οι γονείς μου θα πέθαιναν για να ζήσουν τα κορίτσια».
Όπως εξήγησε, η απελπισία τον οδήγησε στα κανάλια, που έδωσε το τηλέφωνό του στην προσπάθειά του να βρει πληροφορίες για τα παιδιά:
«Με έπαιρναν τηλέφωνο και μου έλεγαν “έλα έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε”, μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια. Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρας μου από πάνω. Υποψιάστηκαν πως πρόκειται για την οικογένειά μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουνε με DNA» είπε ο μάρτυρας.
Και συμπλήρωσε με αγανάκτηση:
«Εάν εκείνη την ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα».
«Οι γονείς μου κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν»
O μάρτυρας λύγισε όταν περιέγραψε το τι έζησε με την αναγνώριση των σορών.
Είπε:
«Μου είπαν, αν σε ανακουφίζει αυτό, τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πέθαναν νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς που κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν. Αγκάλιασαν τα κορίτσια, έριξαν ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά».
Το πιο τραγικό, όπως περιέγραψε ο μάρτυρας, ήταν στη συνέχεια, καθώς τους επέτρεψαν να πάρουν τις σορούς των γονιών του αλλά όχι των παιδιών γιατί δε μπορούσε να γίνει ταυτοποίηση!
«Μου λένε τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε γιατί δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και η Βασιλική. Τους λέω κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν. Ζήτησε η γυναίκα μου τα εκμαγεία από τον οδοντίατρο, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο, μας δώσανε τα κορίτσια. Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποίησαν ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά… Τους είπα και σφράγισαν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δεν ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… Ζήτησα να κατεβάσω εγώ φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσα να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι… Ζήτησα αυτό».
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις για την Εύβοια
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις για την Ελλάδα και τον Κόσμο στο evima.gr