Μέχρι πριν από λίγους μήνες η τιμή της τσιπούρας ιχθυοτρογείου ξεκινούσε από τα 5-5,5 ευρώ το κιλό και τώρα έχει ξεπεράσει τα 7 ευρώ ενώ στην Ιταλία, τον βασικό εξαγωγικό προορισμό για τα ελληνικά ψάρια, τον Αύγουστο η τιμή της κατέγραψε υψηλό επταετίας.
Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνονται από σχετική έκθεση του Globefish, του παραρτήματος του Οργανισμού Γεωργίας και Τροφίμων (FAO) του ΟΗΕ που ασχολείται με την αλιεία.
Οπως αναφέρει στο report που εξέδωσε για τον Αύγουστο, η ισχυρή καλοκαιρινή ζήτηση και η περιορισμένη προσφορά σε όλη τη Μεσόγειο έχουν οδηγήσει σε απότομη αύξηση των ευρωπαϊκών τιμών για το λαβράκι και την τσιπούρα. «Στην Ιταλία, το ελληνικό λαβράκι μεγέθους 300-450 γραμμ. διατίθετο τον Αύγουστο έναντι 6,10 ευρώ το κιλό, αρκετά υψηλότερα από τις αντίστοιχες περυσινές τιμές, ενώ η τσιπούρα ίδιου μεγέθους πωλείτο προς 5,40 ευρώ το κιλό στην ίδια αγορά, καταγράφοντας υψηλό επταετίας», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Στην ετήσια έκθεσή του για το 2021, το παράρτημα του FAO για την αλιεία αναφέρει ότι οι τιμές των ψαριών αυξάνονται, αλλά οι καταναλωτές γίνονται πιο επιλεκτικοί και προτιμούν προϊόντα χαμηλότερης τιμής. Και προσθέτει ότι αυτή η αλλαγή συμπεριφοράς παρατηρείται κυρίως μετά την τουριστική περίοδο, καθώς οι καταναλωτές το καλοκαίρι είναι πιο πιθανό να πληρώσουν περισσότερα για προϊόντα που συνδέουν με τις διακοπές. Ωστόσο, μετά τη θερινή σεζόν, η συμπεριφορά των καταναλωτών αλλάζει και στρέφονται σε φθηνότερα ψάρια.
Οπως επισημαίνει στέλεχος της αγοράς στον «Ε.Τ.», είναι εμφανής η στροφή των νοικοκυριών σε φθηνότερα ψάρια, όπως ο γαύρος, η αθερίνα και η μαρίδα, παρά το γεγονός ότι μέχρι πρότινος οι περισσότεροι προτιμούσαν την τσιπούρα. «Μέχρι πριν λίγους μήνες, η τιμή της τσιπούρας ήταν στα 5-5,5 ευρώ το κιλό και τώρα δύσκολα βρίσκεις κάτω από τα 7 ευρώ», σημειώνει η ίδια πηγή.
Από την πλευρά τους, οι ιχθυοκαλλιεργητές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι ο πόλεμος στην Ουκρανίας εκτόξευσε το κόστος παραγωγής κατά 25%. Σύμφωνα με την 8η Ετήσια Εκθεση Υδατοκαλλιέργειας, που δημοσίευσε πρόσφατα η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), παρατηρήθηκαν ανατιμήσεις στις ιχθυοτροφές, την ενέργεια, το υγρό οξυγόνο, στα υλικά συσκευασίας, καθώς και στο κόστος μεταφοράς. «Η σημαντικότερη επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής προέκυψε από την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ιχθυοτροφών. Ηδη, μέχρι το τέλος του 2021, η αύξηση του κόστους της ιχθυοτροφής ανά τόνο ανατιμήθηκε δύο φορές από σχεδόν 5%, ενώ αυτή τη στιγμή έχει εκτοξευθεί κατά 25% λόγω της ενεργειακής κρίσης και των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία», τονίζεται στην έκθεση.
Παρά τις δυσκολίες, πέρυσι ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών κατέγραψε ρεκόρ δεκαετίας σε επίπεδο πωλήσεων, καθώς η σταδιακή άρση των περιοριστικών υγειονομικών μέτρων και η αποκατάσταση της λειτουργίας της αγοράς, κυρίως στους τομείς της εστίασης και του τουρισμού, δημιούργησαν αυξημένη ζήτηση ειδικά στην «κατανάλωση εκτός σπιτιού». Ετσι, οι πωλήσεις ψαριών ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας σε όγκο ανήλθαν στις 131.250 τόνους και σε αξία στα 636 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 7% και 10% αντίστοιχα σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σημειώνεται ότι η τσιπούρα και το λαβράκι αντιπροσωπεύουν το 96% των πωλήσεων (125.550 τόνοι) του κλάδου και το υπόλοιπο 4% όλα τα υπόλοιπα είδη (5.700 τόνοι).
Εκτός, όμως, από την αύξηση της παραγωγής, η οποία αναμένεται να διατηρήσει ανοδική τάση και το 2022, και η εξωστρέφεια του κλάδου ενισχύθηκε περαιτέρω, με τις εξαγωγές να έχουν ενισχυθεί κατά 9% ως προς τον όγκο και την αξία και να ανέρχονται σε 100.361 τόνους, αξίας 499 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα δε με την έκθεση της ΕΛΟΠΥ, η εξέλιξη των πωλήσεων δείχνει πως ο κλάδος της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας είναι ιδιαιτέρως εξωστρεφής με το 80% περίπου της παραγωγής να διατίθεται σε αγορές εκτός Ελλάδας, με τις μηνιαίες εξαγωγές να κυμαίνονται από 6,5 έως και 9,5 χιλιάδες τόνους, ενώ το υπόλοιπο 20% μόνο διατίθεται στην εγχώρια αγορά.