Ειδικότερα, με την απόφαση (Α.1040/2023) καθορίζονται ο τρόπος υπολογισμού της αύξησης του μέσου αριθμού εργαζομένων με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης, ο τρόπος και η διαδικασία διακρίβωσης και ελέγχου των προϋποθέσεων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αυξάνουν τις θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Όπως αναφέρει το οικονομικό site sofokleousin, δικαιούχοι της εξαίρεσης από την καταβολή του τέλους επιτηδεύματος είναι φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, ανεξάρτητα από τον τρόπο τήρησης των βιβλίων τους (απλογραφικά ή διπλογραφικά), των οποίων τα ακαθάριστα έσοδα κατά το φορολογικό έτος για το οποίο χορηγείται η εξαίρεση δεν υπερβαίνουν 2 εκατ. ευρώ.
Για την εξαίρεση των πιο πάνω προσώπων από την καταβολή του τέλους επιτηδεύματος ενός φορολογικού έτους θα πρέπει κατά το ίδιο φορολογικό έτος να έχουν προβεί σε αύξηση των θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης κατά τουλάχιστον τρία δωδέκατα (3/12) σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Πώς υπολογίζεται η αύξηση της απασχόλησης
Για τον υπολογισμό της αύξησης κατά τουλάχιστον τρία δωδέκατα (ή 25%) του μέσου αριθμού των εργαζομένων των δικαιούχων επιχειρήσεων με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του αριθμού των απασχολούμενων κατά το κρινόμενο έτος, ο οποίος συγκρίνεται με τον μέσο όρο των απασχολούμενων του προηγούμενου φορολογικού έτους.
Βάση υπολογισμού του μέσου αριθμού των εργαζομένων είναι ο αριθμός των απασχολούμενων από την 1/1 έως και την 31/12 του προηγούμενου φορολογικού έτους, σε συνάρτηση με τον αριθμό των απασχολούμενων από την 1/1 έως και την 31/12 κατά το κρινόμενο έτος.
Ο μέσος αριθμός εργαζομένων πλήρους απασχόλησης της επιχείρησης υπολογίζεται ανά μήνα από το σύνολο των εργαζομένων που απασχολούνται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίαςπλήρους απασχόλησης, αορίστου ή ορισμένου χρόνου για το σύνολο του έτους.
Στους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης συμπεριλαμβάνονται και οι εποχικοί απασχολούμενοι.
Ειδικά σε περίπτωση συγχώνευσης επιχειρήσεων, ο μέσος όρος των εργαζομένων στην προερχόμενη από τη συγχώνευση εταιρεία θα προκύπτει από το άθροισμα των μέσων όρων των εργαζομένων που απασχολήθηκαν σε κάθε μία από τις συγχωνευόμενες επιχειρήσεις για το χρονικό διάστημα της τελευταίας διαχειριστικής χρήσης τους.
Επίσης, εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, ο οποίος απασχολείται στην επιχείρηση τουλάχιστον κατά μία ημέρα πλέον του μισού ημερολογιακού μήνα, δηλαδή πλέον των 15 ημερών ανά μήνα, υπολογίζεται σε ετήσια βάση ως ένα δωδέκατο (1/12).
Κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου απασχολούμενων, ποσοστά μικρότερα του 0,5 στρογγυλοποιούνται προς τα κάτω και ποσοστά μεγαλύτερα ή ίσα του 0,5 στρογγυλοποιούνται προς τα πάνω.
Προϋποθέσεις
Για τον έλεγχο της εκπλήρωσης του όρου της αύξησης της απασχόλησης το ποσό των ακαθαρίστων εσόδων αντλείται από την κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα, έντυπο Ε3, και συγκεκριμένα, από τον κωδικό (047) του εντύπου του εκάστοτε φορολογικού έτους.
Ακόμη, ο μέσος αριθμός εργαζομένων πλήρους απασχόλησης της επιχείρησης υπολογίζεται από το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανά μήνα από το σύνολο των εργαζομένων που απασχολούνται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, για το σύνολο του έτους.
Τα στοιχεία διαβιβάζονται αρμοδίως από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων στην ΑΑΔΕ.
Κατόπιν η ΑΑΔΕ ενημερώνει, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πέμπτου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τις επιχειρήσεις που πληρούν την προϋπόθεση.
Εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για το οικείο φορολογικό έτος.
Εάν κατά τον χρόνο λήψης του ηλεκτρονικού μηνύματος από την ΑΑΔΕ, οι δικαιούχοι έχουν ήδη υποβάλει τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου έτους, υποβάλλουν τροποποιητική δήλωση προκειμένου να εξαιρεθούν από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για το έτος αυτό.
Οι ενστάσεις
Οι επιχειρήσεις που δεν λαμβάνουν το ηλεκτρονικό μήνυμα της προηγούμενης παραγράφου, λόγω μη διακρίβωσης της πλήρωσης των προϋποθέσεων, δικαιούνται να υποβάλλουν ένστασημέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου δεκαπενθημέρου του έκτου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου.
Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται, επί ποινή απαραδέκτου της ένστασης, να συνυποβάλλουν με το ως άνω έντυπο, σε ηλεκτρονική μορφή, όλα τα απαραίτητα κατά περίπτωση δικαιολογητικά και στοιχεία για την τεκμηρίωση της ένστασης.
Η απόφαση που εκδίδεται από την Επιτροπή Ενστάσεων κοινοποιείται στην επιχείρηση και γνωστοποιείται στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ, το οποίο αποστέλλει για τις περιπτώσεις αυτέςεπικαιροποιημένα στοιχεία στην ΑΑΔΕ.
Η ΑΑΔΕ αποστέλλει μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις επιχειρήσεις των οποίων η ένσταση γίνεται αποδεκτή. Εάν κατά τον χρόνο λήψης του ηλεκτρονικού μηνύματος από την ΑΑΔΕ, οι δικαιούχοι έχουν ήδη υποβάλει τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου έτους, υποβάλλουν τροποποιητική δήλωση προκειμένου να εξαιρεθούν από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για το έτος αυτό.
Εφόσον μια επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις, εξαιρούνται από την καταβολή του τέλους επιτηδεύματος και τα υποκαταστήματα αυτής.
Για τις περιπτώσεις επιχειρήσεων που έκαναν έναρξη εργασιών κατά τη διάρκεια του προηγούμενου φορολογικού έτους ή που προέβησαν σε διακοπή της δραστηριότητάς τους κατά τη διάρκεια του κρινόμενου φορολογικού έτους, πραγματοποιείται, αντιστοίχως, αναγωγή του μέσου αριθμού πλήρως απασχολούμενων εργαζομένων της επιχείρησης των υπόψη χρήσεων σε δωδεκάμηνη βάση, προκειμένου για τη σύγκρισή τους με τον μέσο αριθμό του επόμενου της έναρξης ή του προηγούμενου της διακοπής φορολογικού έτους.
Τα αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να προσκομίζονται σε περίπτωση ελέγχου προκειμένου να πιστοποιείται η τήρηση των προϋποθέσεων.