Αντίστροφή μέτρηση για τις εθνικές εκλογές 2023.
Μία εβδοµάδα πριν από την εθνική κάλπη της 21ης Μαΐου, η δηµοσκόπηση της GPO για τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» καταγράφει έναν σταθερό συσχετισµό των πολιτικών δυνάµεων, µε τη Ν.∆. να παγιώνει µια καθαρή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ανεβάζει µεν τη συσπείρωσή του, αδυνατεί, ωστόσο, να διεισδύσει σε άλλες εκλογικές δεξαµενές, έτσι ώστε να διεκδικήσει την πρώτη θέση και να κάνει την ανατροπή.
Στη σταθεροποίηση αυτού του περιβάλλοντος συνηγορούν όχι µόνο τα ποσοστά της εκλογικής επιρροής των κοµµάτων, αλλά και µια σειρά από άλλους δηµοσκοπικούς δείκτες που επιβεβαιώνουν το προβάδισµα της Ν.∆., που, εκτός από σταθερό, φαίνεται να είναι και διευρυνόµενο.
Η άποψη ότι µια αυτοδύναµη κυβέρνηση µπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τα προβλήµατα που αντιµετωπίζει η χώρα παραµένει πλειοψηφική, σε ποσοστό 49,1%, έναντι 45,7% της κοινής γνώµης, που προκρίνει µια κυβέρνηση συνεργασίας.
Το συγκεκριµένο δίπολο υπήρξε κεντρικό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ως απότοκο της εφαρµογής της απλής αναλογικής, δηµιούργησε διχογνωµίες και συνεχίζει να λειτουργεί διαιρετικά για το εκλογικό σώµα.
Εδώ και καιρό, ωστόσο, η τάση δείχνει υπέρ της αυτοδύναµης κυβέρνησης, καθώς η προεκλογική συζήτηση δεν αποσαφήνισε τα πολιτικά και προγραµµατικά χαρακτηριστικά που θα µπορούσαν να οδηγήσουν στη συγκρότηση ενός κυβερνητικού σχήµατος συνεργασίας οποιασδήποτε ιδεολογικής κατεύθυνσης.
Με «κορμό» τη ΝΔ
Ακόµα, όµως, και στην περίπτωση ενός τέτοιου σεναρίου, η πλειοψηφία σε ποσοστό 51% προτιµά µια κυβέρνηση µε κορµό τη Ν.∆., έναντι 37,1% που επιλέγει τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον βασικό κυβερνητικό εταίρο.
Στην προοπτική που έχει τεθεί από τον κ. Ανδρουλάκη για σχηµατισµό κυβέρνησης µε πρωθυπουργό πρόσωπο κοινής αποδοχής, πέρα από τους αρχηγούς των δύο πρώτων κοµµάτων, οι πολίτες απαντούν αρνητικά, καθώς το 73,9% του εξεταζόµενου πληθυσµού θεωρεί ότι ο αρχηγός του πρώτου κόµµατος πρέπει να είναι και πρωθυπουργός, έναντι 20,9% που θα εξέταζε το ενδεχόµενο κάποιο άλλο πρόσωπο να αναλάµβανε αυτόν τον ρόλο. Ακόµα ένα στοιχείο που διαµορφώνει το προεκλογικό περιβάλλον είναι η λεγόµενη «παράσταση νίκης», µε τη Ν.∆. να συγκεντρώνει το 61,6% όσων πιστεύουν ότι θα είναι το πρώτο κόµµα των επερχόµενων εκλογών, ένας δείκτης που δηµιουργεί κλίµα αισιοδοξίας στην κυβερνητική παράταξη, σε ορισµένες περιπτώσεις, όµως, µπορεί να λειτουργήσει αποσυσπειρωτικά για ένα τµήµα των ψηφοφόρων, ιδιαίτερα στις συνθήκες της απλής αναλογικής.
Τη ίδια στιγµή, ο κ. Μητσοτάκης συνεχίζει να προηγείται στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, µε ποσοστό 48,8%, έναντι 34,5% του κ. Τσίπρα, ολοκληρώνοντας τους βασικούς πολιτικούς δείκτες που συνηγορούν και διαµορφώνουν το προεκλογικό κλίµα υπέρ της Ν.∆. Στην πρόθεση ψήφου το σύνολο των κοινοβουλευτικών κοµµάτων αυξάνουν οριακά την επιρροή τους, µε τη Ν.∆. να βρίσκεται πλέον στο 33,4%, τον ΣΥΡΙΖΑ στο 27,3% και τη διαφορά µεταξύ τους στις 6,1 ποσοστιαίες µονάδες. Σε σύγκριση µε την έρευνα της προηγούµενης εβδοµάδας, και οι υπόλοιποι σχηµατισµοί ανεβάζουν τα ποσοστά τους, ενώ η µη συµµετοχή του κόµµατος Κασιδιάρη έχει ως αποτέλεσµα τη διασπορά αυτών των ψηφοφόρων σε µικρότερα κόµµατα της ∆εξιάς, που δεν φαίνεται, ωστόσο, να µπορούν να πλησιάσουν το κοινοβουλευτικό όριο εισόδου.
Debate
Ξεχωριστή ερευνητική ενότητα αποτέλεσε το τηλεοπτικό debate των πολιτικών αρχηγών, που η αλήθεια είναι ότι συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των πολιτών, οι οποίοι το παρακολούθησαν περισσότερο ως τηλεοπτικό προϊόν και λιγότερο ως πολιτικό γεγονός. Με βάση, λοιπόν, τα δηµοσκοπικά ευρήµατα, ο Κ. Μητσοτάκης φάνηκε πιο πειστικός στο 34,6% του δείγµατος, µε τον Αλ. Τσίπρα να ακολουθεί µε ποσοστό 30,6%.
Θα πρέπει να επισηµάνουµε, βέβαια, ότι, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις ερωτήσεις, οι ψηφοφόροι των κοµµάτων τείνουν να επιλέγουν τον αρχηγό του δικού τους κόµµατος, παραβλέποντας πολλές φορές την αντικειµενική επίδοση, η οποία, άλλωστε, είναι και δύσκολο να οριστεί. Τη συµπάθεια του τηλεοπτικού κοινού κέρδισε ο κ. Τσίπρας σε ποσοστό 33,3%, ακολουθούµενος από τον κ. Μητσοτάκη µε 26,6%, τον κ. Κουτσούµπα µε 8,9% και τον κ. Ανδρουλάκη µε 8,6%. Στο κοµµάτι της αξιοπιστίας καταγράφεται εκ νέου προβάδισµα του αρχηγού της Ν.∆., ενώ στη συνολική αποτίµηση ο Κ. Μητσοτάκης προηγείται του Αλ. Τσίπρα µε 31,6% έναντι 29,3%.
Οι δύο διακδικητές
Οι απαντήσεις της συγκεκριµένης θεµατικής ενότητας περιγράφουν σε µεγάλο βαθµό και τη διαµορφωµένη αντίληψη των πολιτών για τους δύο βασικούς διεκδικητές της εξουσίας.
Ο Κ. Μητσοτάκης περισσότερο αξιόπιστος και αποτελεσµατικός απέναντι στον Αλ. Τσίπρα, που είναι περισσότερο συµπαθής και προσιτός.
Εχουµε ξεκάθαρα δύο διαφορετικές προσωπικότητες που προσελκύουν διαφορετικά εκλογικά κοινά. Η επίδραση, ωστόσο, του debate είναι σχετικά µικρή, αφού µόλις το 8,9% όσων το παρακολούθησαν σχηµάτισαν µια άποψη που θα τους επηρεάσει στην τελική τους επιλογή.
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις για την Εύβοια
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις για την Ελλάδα και τον Κόσμο στο evima.gr