Τη θλίψη σκόρπισε η είδηση του θανάτου της αγαπημένης ηθοποιού Μάρθας Καραγιάννη.
Την Πέμπτη θα τελεστεί από το Α Νεκροταφείο Αθηνών η κηδεία της στις 12 το μεσημέρι, όπου συγγενείς και φίλοι πρόκειται να συγκεντρωθούν για το ύστατο χαίρε στη σπουδαία ελληνίδα ηθοποιό.
Επιθυμία της οικογένειας, όπως έγινε γνωστό, είναι, αντί στεφάνων να δοθούν χρήματα στο «Σπίτι του ηθοποιού».
Η Μάρθα Καραγιάννη γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1939 στον Πειραιά. Ο πατέρας της, Χαρίλαος Καραγιάννης, καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Ρωσίας και η μητέρα της, Δόμνα Τσιρίδου, ήταν ποντιακής καταγωγής από το Μπακού, την πρωτεύουσα του σημερινού Αζερμπαϊτζάν. Από μικρή μάθαινε χορό στη Σχολή Μοριάνοφ και μόλις 8 χρονών πρωτοεμφανίστηκε στη Λυρική Σκηνή με το μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαροπούλου. Το 1956, μαθήτρια ακόμα, απέκτησε άδεια ηθοποιού ως «εξαιρετικό ταλέντο», μετά την πρώτη της εμφάνιση στην ταινία της Φίνος Φιλμ «Η Αγνωστος» του Ορέστη Λάσκου, παίζοντας δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς, όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο Γιώργος Παππάς, η Κυβέλη, η Ελένη Ζαφειρίου και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας. Την επόμενη χρονιά έκανε την πρώτη θεατρική της εμφάνιση στην επιθεώρηση «Ελέφαντες και Ψύλλοι», που ανέβασαν στο θέατρο Περοκέ της Αθήνας ο Κώστας Χατζηχρήστος και η Καίτη Ντιριντάουα.
Η πορεία της στη δεκαετία του ’60 είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Φίνος Φιλμ και τον Γιάννη Δαλιανίδη. Η συνεργασία τους άρχισε το 1961, κερδίζοντας σημαντικό ρόλο στην ταινία «Ζητείται Ψεύτης». Την επόμενη σεζόν, Φίνος και Δαλιανίδης παρουσιάζουν το πρώτο ελληνικό μιούζικαλ «Μερικοί το προτιμούν κρύο», στο οποίο η Καραγιάννη σημειώνει μεγάλη επιτυχία ως αρραβωνιαστικιά του Ντίνου Ηλιόπουλου. Από τότε, αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι όλων των μιούζικαλ του Δαλιανίδη και της Φίνος Φιλμ, με την οποία γύρισε 20 ταινίες από τις 42 που έπαιξε συνολικά στον κινηματογράφο. Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι της στα «Κάτι και να καίει» (1964), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1967), «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967), «Μαριχουάνα Στοπ» (1971) κ.ά.
Το 1969 ο Νίκος Φώσκολος ήταν εκείνος που την έπεισε να παίξει δραματικό ρόλο, τον μοναδικό στην καριέρα της, για την ταινία «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα», δίπλα στη Νόρα Βαλσάμη, τη Μάρθα Βούρτση, τον Κώστα Καζάκο και τον Αγγελο Αντωνόπουλο. Η επόμενη ταινία της, «Το ανθρωπάκι», σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, που προβλήθηκε στα τέλη του 1969, ήταν σύμφωνα με την ίδια η αγαπημένη της ταινία.
Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ασχολήθηκε κυρίως με το θέατρο, παίζοντας σε μιούζικαλ και κωμωδίες, ενώ στη δεκαετία του ’90 στράφηκε στην πρόζα.
Αργότερα, έπαιξε στις ταινίες «Πεθαίνω για σένα!» (2009) του Νίκου Καραπαναγιώτη, δίπλα στους Ελένη Ράντου, Φάνη Μουρατίδη και Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, καθώς και στην κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Θοδωρή Αθερίδη «Από έρωτα» (2014), δίπλα στον σκηνοθέτη, τη Σμαράγδα Καρύδη και την Παναγιώτη Βλαντή.
Στη θεατρική της διαδρομή, ήδη από το 1962 άρχισε να στρέφεται σε έργα πρόζας. Εκείνη τη χρονιά έπαιξε στην παράσταση «Ομορφη Πόλη», που ανέβηκε στο θέατρο Παρκ, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Το χειμώνα του 1972, ανέβασε το μιούζικαλ «Καμπαρέ», που εκείνη την περίοδο θριάμβευε στο Μπρόντγουεϊ με πρωταγωνίστρια τη Λάιζα Μινέλι. Η παράσταση ανέβηκε σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, με συμπρωταγωνιστές της τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Κώστα Πρέκα, Βαγγέλη Βουλγαρίδη και Κατερίνα Γιουλάκη.
Τη δεκαετία του ’80 έπαιξε στο κλασικό αμερικανικό μιούζικαλ «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές», δίπλα στη Ζωή Λάσκαρη, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Τη δεκαετία του ’90 διακρίθηκε για τις ερμηνείες σε σημαντικά έργα όπως τα «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλο (1992-1993), «Οταν οι γυναίκες το γλεντούν» του Κάρλο Γκολντόνι (1998) και «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» του Τζόζεφ Κέσελρινγκ (1999-2000).
Στην τηλεόραση έκανε το ντεμπούτο της τον Οκτώβριο του 1977 με την κωμική σειρά του Κώστα Πρετεντέρη «Ο Δρόμος», που προβλήθηκε από την ΥΕΝΕΔ. Συνέχισε με τις δημοφιλείς σειρές «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του» (1985, ΕΡΤ2) και «Οι Μικρομεσαίοι» του Γιάννη Δαλιανίδη (1992, MEGA).
Το 1959 παντρεύτηκε τον άσο του Ολυμπιακού Μίμη Στεφανάκο, χώρισε ένα χρόνο αργότερα και το 1973 έκανε δεσμό -«σχέση ζωής» όπως την είχε αποκαλέσει η ίδια- με τον Βασίλη Κωνσταντίνου, τον σπουδαίο τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού.
Το 2001 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αγκυρα η αυτοβιογραφία της με τίτλο «Ο έρωτας, μωρό μου, είναι γλέντι».
Τη χειμερινή σεζόν 2013-14 πρωταγωνίστησε στην παράσταση του Αμιράλ «Η Μαμά είπε μη…!» των Στέλιου Παπαδόπουλου και Γιώργου Βάλαρη, καθώς και στην τηλεοπτική σειρά «Οι Βασιλιάδες».
Το μήνυμα της Υπουργού Πολιτισμού για τον θάνατο της Μάρθας Καραγιάννη
Μόλις πληροφορήθηκε την απώλεια της Μάρθας Καραγιάννη, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Στον φετινό, δύσκολο Σεπτέμβριο των μεγάλων απωλειών, ο χαμός της Μάρθας Καραγιάννη σηματοδοτεί το τέλος της “χρυσής εποχής” του ελληνικού κινηματογράφου, των ειδώλων που αγαπήθηκαν από το μεγάλο κοινό. Η Μάρθα Καραγιάννη υπήρξε μία ιδιαίτερη περίπτωση στον ελληνικό κινηματογράφο, καθώς ενώ άρχισε την καριέρα της ως χορεύτρια, ως ένα όμορφο κορίτσι, εξελίχθηκε σε σπουδαία κωμικό, χωρίς να διστάσει να τσαλακώσει την εικόνα της επιθυμητής γυναίκας για να προσφέρει γέλιο στις αμέτρητες ταινίες της. Υπηρέτησε με μεγάλη συνέπεια κωμικούς και δραματικούς ρόλους, καθώς και το ξεχωριστό είδος του ελληνικού μιούζικαλ που δημιούργησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ομως παράλληλα έπαιξε στο θέατρο σε σημαντικές παραστάσεις, από την “Ομορφη Πόλη” του Μίκη Θεοδωράκη και του Μιχάλη Κακογιάννη μέχρι το “Καμπαρέ” του Αλέξη Σολομού, ξεδιπλώνοντας το ταλέντο της σε ένα μεγάλο εύρος ρόλων. Ηταν μια γυναίκα την οποία χαρακτήριζαν ο αυθορμητισμός, η αμεσότητα, η ευθύτητα. Η παρουσία της μας χάρισε και θα συνεχίσει να μας προσφέρει χαρά, ομορφιά, γέλιο. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στους οικείους και στους πολλούς φίλους της».
Ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Νικόλας Γιατρομανωλάκης, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Η Μάρθα Καραγιάννη ήταν η προσωποποίηση του ελληνικού κινηματογραφικού μιούζικαλ της δεκαετίας του ’60, ενώ έντονο ήταν το αποτύπωμά της και στο θέατρο, όπου ήταν παρούσα για περισσότερα από 50 χρόνια. Κινηματογραφικό είδωλο, ιδιαίτερα δημοφιλής και διαχρονικό αντικείμενο του πόθου, είχε τη διορατικότητα να επενδύσει στο ταλέντο της. “Χρόνια τώρα περιμένω πώς και πώς να μεγαλώσω, να πάψω να ’μαι όμορφη, να έρθει η στιγμή να κάνω άλλα πράγματα”, είχε πει. Και έκανε πολλά. Συλλυπητήρια στους πολυάριθμους φίλους της».
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις για την Εύβοια
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις για την Ελλάδα και τον Κόσμο στο evima.gr